- συλλείτουργο
- το, Ν [συλλειτουργώ]επιμνημόσυνη λειτουργία που τελείται από πολλούς ιερείς μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλείτουργο — το λειτουργία που τελείται από δύο ή περισσότερους ιερείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek